-
1 στρατιώτης
στρατιώτης, ὁ, der Bürger, der kriegspslichtig ist u. Kriegsdienste thut, der Krieger, Her. u. Folgde überall, oft in der Anrede. ὦ ἄνδρες στρατιῶται, Xen. (s. ἀνήρ); – später auch der um Sold Kriegsdienste thut, der eigtl. ξένος oder μισϑοφόρος heißt, Arist. eth. 3, 8; – ποτάμιος στρατιώτης, eine Wasserpflanze, vielleicht eine Art Wasserlinse, Diosc.; eine andere Pflanze ist στρατιώτης χιλιόφυλλος, achillea tomentosa, Diosc.
-
2 στρατιώτης
στρατιώτης, ὁ, der Bürger, der kriegspflichtig ist u. Kriegsdienste tut, der Krieger; oft in der Anrede: ὦ ἄνδρες στρατιῶται; später auch der um Sold Kriegsdienste tut, der eigtl. ξένος oder μισϑοφόρος heißt; ποτάμιος στρατιώτης, eine Wasserpflanze, vielleicht eine Art Wasserlinse; eine andere Pflanze ist στρατιώτης χιλιόφυλλος, achillea tomentosa
См. также в других словарях:
στρατιώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. στρατιωτίνα Ν θηλ. στρατιῶτις, ώτιδος, ΜΑ απλός πολίτης που υπηρετεί στον Στρατό Ξηράς νεοελλ. 1. (ειδικά) α) οπλίτης που δεν έχει κανένα βαθμό β) (με ευρεία έννοια) κάθε μέλος τού στρατού με οποιονδήποτε βαθμό, ο στρατιωτικός 2.… … Dictionary of Greek